Αναζητώντας χώρους της υπνοβασίας στο “Μετάξι” του Alessandro Baricco.
γραφή σε έξι κεφάλαια και τρεις παρεμβολές.
1. Το περιεχόμενο του μυθιστορήματος
Το μυθιστόρημα “Μετάξι” εκτυλίσσεται στα μέσα του δεκάτου εβδόμου αιώνα και αφορά σε μία χρονική περίοδο της ζωής του γάλλου εμπόρου μεταξοσκωλήκων, Ερβέ Ζονκούρ. Η ιστορία ξεκινά το 1861 με αφορμή μία κρίση πιπερίτιδας που πλήττει τα ευρωπαϊκά και αφρικανικά εκτροφεία, και υπαγορεύει το παράτολμο ταξίδι του πρωταγωνιστή στην απομονωμένη τότε Ιαπωνία. Σκοπός αυτού του ταξιδιού είναι η ανεύρεση υγιών και ανθεκτικών αυγών μεταξοσκώληκα, για την προμήθεια των επτά μεταξουργείων του Λαβιλλεντιέ, την πόλη που ζει ο ήρωας και η γυναίκα του Ελέν, και των οποίων είναι ο επί χρόνια μοναδικός προμηθευτής.
Η προσπάθεια αναζήτησης χώρων της υπνοβασίας στο “Μετάξι”, θα βασιστεί στην παραδοχή ότι το διήγημα εμφανίζει έντονα στοιχεία ενός υπνοβατικού χωρικού συστήματος, μέσα στο οποίο κινείται ο πρωταγωνιστής και πάνω στο οποίο δομείται η αφήγηση. Αποτελεί ένα κλειστό και σαφώς ορισμένο πλαίσιο κίνησης σε δεδομένες συνθήκες χώρου που εισάγει, ακριβώς όπως και η υπνοβασία, μία χρονική διάρκεια στην οποία κανείς περιμένει την επόμενη στιγμή της, χωρίς καμία πιθανότητα διάρρηξης.[1] Η επαναληψημότητα στην πλοκή και την αφήγηση, ενισχύει μία τέτοια παραδοχή, ενώ οι χρονικές και αφηγηματικές τομές που ανατρέπουν αυτόν το εσωστρεφή και ανακυκλούμενο κόσμο διαρρηγνύοντας τον, λειτουργούν σαν μικρές διακοπές στην αδιατάρακτη ροή του και μπορούν να ερμηνευτούν σαν βίαια ή φυσικά “ξυπνήματα”, που σταματούν τον υπνοβατικό χρόνο.
3. Τα τρία πρώτα ταξίδια
3.1 Ο ήρωας
Κεντρικό σημείο του κόσμου του “Μεταξιού” είναι αναμφισβήτητα ο ήρωάς του. Ο Ερβέ Ζονκούρ μοιάζει να επαληθεύει την ευρέως διαδεδομένη συγγραφική πεποίθηση ότι σε ένα έργο, σημασία δεν έχει η υπόθεση αλλά το πρόσωπο, και ότι όταν ένας συγγραφέας ανακαλύψει ή δημιουργήσει ένα πρόσωπο, είναι αυτό που θα τον οδηγήσει τελικά στην ιστορία.[3] Ο Ερβέ Ζονκούρ μοιάζει να είναι ακριβώς ένα τέτοιο πρόσωπο για τον συγγραφέα του. Άνθρωπος μοναχικός, ακοινώνητος, ήρεμος, αφήνει τη ζωή του να ορίζεται από τυχαία περιστατικά και αποφάσεις άλλων. Ακολουθεί μία έξωθεν ορισμένη και προδιαγεγραμμένη πορεία χωρίς να επιδιώκει να την αλλάξει ή πολύ περισσότερο να την ελέγξει, κρατώντας ταυτόχρονα τον εαυτό του σε μία απόσταση ασφαλείας από τα τεκταινόμενα, η οποία του επιτρέπει να πορεύεται χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Ζει άλλωστε στην επαρχιακή Γαλλία του 17ου αιώνα και η καθημερινή αδιατάραχτη επανάληψη της χωρίς εκπλήξεις καθημερινότητας της πόλης του, μοιάζει να συνάδει απόλυτα προς την ιδιοσυγκρασία του.
«Ήταν, άλλωστε, από τους ανθρώπους που αγαπούν να παρευρίσκονται στη ζωή τους, θεωρώντας ανάρμοστη οποιαδήποτε φιλοδοξία να τη ζήσουν. Θα έχετε παρατηρήσει πως αυτοί οι άνθρωποι παρατηρούν τη μοίρα τους με τον τρόπο που, οι περισσότεροι, συνηθίζουν να παρατηρούν μία βροχερή μέρα» [4]
Και λίγο παρακάτω ο συγγραφέας συμπληρώνει.
«Άφηνε τη ζωή του να πέφτει σαν βροχή μπροστά στα μάτια του: ήρεμο θέαμα.».
Μέχρι και την ολοκλήρωση των τριών πρώτων ταξιδιών που περιγράφονται στο μυθιστόρημα, ο Ερβέ Ζονκούρ, παρουσιάζεται να μην έχει πάρει καμία απόφαση, ακόμα και για τα ποιο σημαντικά ζητήματα της ζωής του. Έγινε έμπορος μεταξοσκωλήκων, επειδή ο κυριότερος ιδιοκτήτης των μεταξουργείων της περιοχής, ο Μπαλνταμπιού, το θέλησε, την ίδια στιγμή που μέχρι τότε ετοιμαζόταν να ακολουθήσει στρατιωτική πορεία, επειδή το είχε αντίστοιχα θελήσει ο πατέρας του. Αλλά και τα ταξίδια του στην Ιαπωνία, δεν ήταν αποτέλεσμα δικής του απόφασης, αλλά των ιδιοκτητών των μεταξουργείων, που σε αυτών ανέθεταν ασυζητητί να τα εκτελέσει. Και τα τρία.
Επειδή έτσι είχε αποφασίσει ο Μπαλνταμπιού, ο Ερβέ Ζονκουρ αναχώρησε ξανά για την Ιαπωνία την πρώτη μέρα του Οκτώβρη.
Ο ήρωας υπακούει, δίνοντας κυρίως την εντύπωση ότι στερείται προσωπικών επιθυμιών. Τα γεγονότα, τα τοπία των ταξιδιών και οι άνθρωποι, περνούν μπροστά από τα μάτια του και απλώς καταγράφονται στην μνήμη του, χωρίς να προκαλούν καμία διακύμανση ή αναταραχή στον εσωτερικό του κόσμο. Και με τον τρόπο αυτό παρουσιάζει και ο ίδιος τον εαυτό του, στον ιάπωνα Χάρα Κεί, αρχηγό του χωριού στο οποίο ταξίδευε για να προμηθευτεί τα αυγά των μεταξοσκωλήκων.
«Στον πιο δυσπρόσιτο άνθρωπο της Ιαπωνίας (…) ο Ερβέ Ζονκούρ δοκίμασε να πει ποιος ήταν. Το έκανε στη γλώσσα του μιλώντας αργά.(…) Ενστικτωδώς παράτησε κάθε επιφυλακτικότητα, αναφέροντας χωρίς επινοήσεις και χωρίς να αποκρύψει τίποτα από όσα ήταν απλώς, αλήθεια. Παράθετε μικρές λεπτομέρειες και κρίσιμα γεγονότα με τον ίδιο τόνο στη φωνή του και με ανεπαίσθητες κινήσεις, προσπαθώντας να μιμηθεί την υπνωτιστική, μελαγχολική και ουδέτερη απαρίθμηση ενός καταλόγου αντικειμένων που γλίτωσαν από πυρκαγιά.»
Η στάση του όμως αυτή, δεν θα μπορούσε να διαβαστεί ως αδιαφορία ή απάθεια. Κατά κύριο λόγο αποκαλύπτει ένα είδους διχασμού στο εσωτερικό του ήρωα. Είναι σαν ένα κομμάτι του εαυτού του να καταφέρνει να παρακολουθεί - χωρίς να επεμβαίνει – ένα άλλο κομμάτι του, που φαίνεται να μην έχει συνείδηση της ζωής που ενσαρκώνει· ένα κομμάτι του που υπνοβατεί ανάμεσα στα γεγονότα και δείχνει να μην τα αντιλαμβάνεται και ταυτόχρονα να μην μπορεί να τους αντισταθεί. Ο κόσμος του ήρωας μοιάζει να σπάει στα δύο. Όλη η ιστορία του Ερβέ Ζονκούρ - υπνοβάτη, μοιάζει να καταγράφεται στην μνήμη του Ερβέ Ζονκούρ παρατηρητή.
«Το βράδυ πριν φύγουν ο Ερβέ Ζονκουρ έτυχε να ξυπνήσει, όσο ήταν ακόμα στο σκοτάδι· σηκώθηκε και πλησίασε στο κρεβάτι της Ελέν. Όταν εκείνη άνοιξε τα μάτια της, εκείνος άκουσε την ίδια του τη φωνή να λέει σιγανά:
- Θα σ’ αγαπώ για πάντα.»
Ένας τέτοιος ήρωας, δεν θα μπορούσε παρά να υπαγορεύει μία γραφή ανάλογα αποστασιοποιημένη, και να επιβάλει για τον αναγνώστη ότι έχει επιλέξει και για τον ίδιο του τον εαυτό· να παρακολουθεί δηλαδή τη ζωή του σαν ήρεμο θέαμα που γλιστρά από πάνω του. Ο συγγραφέας καταγράφει, σχεδόν καταλογογραφεί τα σημεία της πλοκής με μια ματιά που επιδιώκει να μην εκφράσει άποψη για τα τεκταινόμενα. Δείχνει μία ιδιαίτερη και εξαιρετικά επιμελή εμμονή σε πολλές μικρές λεπτομέρειες καθημερινών γεγονότων, που μοιάζουν να αντικαθιστούν την συνειδητή και σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη αναφορών σε συναισθήματα, σκέψεις ή επιθυμίες των εμπλεκομένων προσώπων. Το συναισθηματικό περιβάλλον στο οποίο κινούνται οι ήρωες μοιάζει να αποτελεί ένα δευτερεύον επίπεδο αφήγησης που επαφίεται στον άγνωστη για να ερμηνευτεί. Έτσι ενώ κανείς μπορεί με ακρίβεια να περιγράψει τις κινήσεις και τις πράξεις των προσώπων του έργου, δεν μπορεί παρά να υποθέτει ή να φανταστεί τα συναισθήματά τους. Και με έναν τρόπο μοιάζει να μην μπορεί παρά να προβάλλει στοιχεία του δικού του κόσμου πάνω τους, για να τα προσεγγίσει ή να τα κατανοήσει. Σε ένα δοκίμιο του για το ρόλο του αφηγητή ο W. Benjamin αναφέρει ότι «δεν υπάρχει τίποτα που να εμπιστεύεται πιο αποτελεσματικά στη μνήμη ιστορίες, από εκείνη την άδολη πυκνότητα η οποία αποκλείει την ψυχολογική ανάλυση. Και όσο πιο φυσικά κατορθώνει ο αφηγητής να απαλλάξει την εξιστόρησή του από ψυχολογικές αποχρώσεις, τόσο αυξάνει η αξίωση της τελευταίας για μια θέση στη μνήμη του ακροατή, τόσο τελειότερα ενσωματώνεται στη δική του εμπειρία. Αυτή η διαδικασία της αφομοίωσης, που διαδραματίζεται σε μεγάλο βαθμό, απαιτεί μία κατάσταση χαλάρωσης η οποία γίνεται όλο και πιο σπάνια.» [5] Η αυστηρή αφηγηματική γραφή του Μεταξιού που αποκλείει κάθε αναφορά σε συναισθηματικές ή ψυχολογικές καταστάσεις ευνοεί την ενσωμάτωση της εμπειρίας του ήρωα στην εμπειρία του αναγνώστη.
Ένα ακόμα στοιχείο του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζονται τα τρία πρώτα ταξίδια, και το οποίο ενισχύει την αίσθηση ότι ο πρωταγωνιστής κινείται σε έναν χώρο υπνοβατικό, είναι το μοτίβο της επανάληψης. Ο συγγραφέας επιλέγει σε ένα μυθιστόρημα σημαντικά μικρής έκτασης, να περιγράψει τη διαδικασία των ταξιδιών με ακριβώς τον ίδιο τρόπο κάθε φορά. Να παρεμβάλλει δηλαδή ανάμεσα στην αφήγηση, τέσσερις φορές, μία ολόιδια παράγραφο που περιγράφει το ταξίδι μέχρι την Ιαπωνία, ονομάζοντας τα σημεία της διαδρομής· μία ακολουθία λέξεων και προτάσεων που παραμένει απαράλλακτη.
Πέρασε τα σύνορα κοντά στο Μετς, διέσχισε τη Βυρτεμβέργη και Βαυαρία, μπήκε στην Αυστρία, έφτασε με το τρένο στη Βιέννη και στη Βουδαπέστη, για να συνεχίσει μετά μέχρι το Κίεβο. Διέτρεξε πάνω σε άλογο δύο χιλιάδες χιλιόμετρα ρώσικης στέπας, πέρασε τα Ουράλια, μπήκε στη Σιβηρία, ταξίδεψε επί σαράντα μέρες μέχρι να φτάσει στη λίμνη Βαϊκάλη, την οποία οι ντόπιοι ονομάζουν: η θάλασσα. Ξανακατέβηκε τον ποταμό Αμούρ, ακολουθώντας τα κινέζικα σύνορα μέχρι τον ωκεανό, και όταν έφτασε στον ωκεανό σταμάτησε στο λιμάνι του Σαμπίρκ για έντεκα μέρες, μέχρις ότου ένα πλοίο Ολλανδών λαθρεμπόρων τον πέρασε στο Ακρωτήρι Τεράγια στη δυτική ακτή της Ιαπωνίας, Με τα πόδια ακολουθώντας δευτερεύοντες δρόμους, διέσχισε τις επαρχίες Ισικάβα, Τογιάμα, Νιιγκάτα, μπήκε σε εκείνη της Φουκουσίμα, και έφτασε στην πόλη Σιρακάβa.
4. Το τέταρτο ταξίδι
Το τέταρτο ταξίδι στην Ιαπωνία θα είναι για τον Ερβέ Ζονκούρ αρκετά διαφορετικό από τα προηγούμενα και σε αρκετά σημεία λιγότερο υπνοβατικό, χωρίς να είναι απαραίτητα απαλλαγμένο από μία τέτοια διάθεση. Η ουσιαστική διαφορά έγκειται στο ότι είναι το πρώτο ταξίδι που υπαγορεύεται αυστηρά από μία εσωτερική προσωπική επιθυμία και από καμία απολύτως επαγγελματική ανάγκη ή έξωθεν επιβεβλημένη οδηγία. Η εγγραφή των προηγούμενων ταξιδιών στην μνήμη, μοιάζει σύμφωνα με τους Deleuze Guattari, να λειτουργεί ως επανεδαφικοποίηση, δηλαδή ως οριοθέτηση των ροών της επιθυμίας.[9] Και μάλιστα μίας επιθυμίας τόσο δυνατής που θα κάνει τον πρωταγωνιστή να επιχειρήσει ένα ακόμα χρονοβόρο, κοπιαστικό και επικίνδυνο ταξίδι σε πείσμα όλων των υπαρκτών αντικειμενικών δυσκολιών και των αντιρρήσεων που θα αντιμετωπίσει· γιατί κανείς από όσους μέχρι τότε αποφάσιζαν για τα ταξίδια του, δεν θα συμφωνήσει, και ακόμα περισσότερο δεν θα συναινέσει στην κάλυψη του οικονομικού κόστους.
«Ο Ερβέ Ζονκούρ κάθισε για λίγο με το βλέμμα στραμμένο προς το πάρκο που δεν υπήρχε. Ύστερα έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει.
-Θα πάω στην Ιαπωνία, Μπαλνταμπιού, είπε
-Θα αγοράσω τα αυγά, και αν είναι απαραίτητο θα το κάνω με δικά μου λεφτά. Εσύ πρέπει απλά να αποφασίσεις αν θα τα πουλήσω σε σας ή σε κάποιον άλλον.»
β. Παρεμβολή_2 Η ανάγνωση
Στην μέχρι τώρα πορεία της εργασίας η αποφασιστική μας επικέντρωση στον ήρωα και στον τρόπο που δομείται ο υπνοβατικός κόσμος του μυθιστορήματος, έχει παρακάμψει κάπως, μία άλλη, λιγότερο αντικειμενική αλλά εξίσου σημαντική και απαραίτητη συνθήκη, τον αναγνώστη. Η αδυναμία να οδηγηθούμε σε γενικά και ευρέως αποδεκτά συμπεράσματα σε σχέση με την στάση του αναγνώστη, είναι ο πιο ουσιαστικός λόγος της παρατηρούμενης αμηχανίας. Παρόλα αυτά η αναφορά σε μία σειρά συμπερασμάτων που προκύπτουν σε ένα πλαίσιο προσωπικής παρατήρησης, κρίνεται σημαντικό να αναφερθούν - έστω και ως τμήμα μία ηθελημένης παρεμβολής - γιατί αν και υποκειμενικά, μπορούν να διευρύνουν κάτω από ένα ιδιάζον πρίσμα, τις γενικότερες παρατηρήσεις σε σχέση με τους υπνοβατικούς χώρους του μυθιστορήματος.
5. Το γράμμα _ ξύπνημα
Η ουσιαστική διαφορά στην αφήγηση όμως, θα σημειωθεί με την ‘‘απαγγελία’’ του γράμματος. Μετά από μία ρυθμική, αδιάκοπη και υπνοβατική αφήγηση των γεγονότων, ακούγεται απότομα η φωνή μίας γυναίκας να εκφράζει σε λόγο άμεσο και τόνο προστακτικό, επιθυμίες και συναισθήματα, στοιχεία που είχαν ρητώς αποκλειστεί από το σύστημα του μυθιστορήματος, μέχρι εκείνο το σημείο. Το γράμμα φτάνει στον Ερβέ Ζονκούρ λίγο καιρό μετά την επιστροφή του από το τέταρτο ταξίδι του στην Ιαπωνία και ο συγγραφέας δεν θα αρκεστεί να περιγράψει το περιεχόμενό του, τακτική στην οποία είχε χωρίς παρεκκλίσεις συνηθίσει τον αναγνώστη, αλλά παραδόξως θα παγώσει τον χρόνο της αφήγησης και θα παρεμβάλει ανάμεσα στις μέχρι τότε συνοπτικές και σχεδόν επιγραμματικές περιγραφές του, αυτούσιο τον λόγο του γράμματος. Το γράμμα απευθύνεται σε πρόσωπο δεύτερο ενικό, κατευθείαν στον πρωταγωνιστή και μεταφέρει τη φωνή της γυναίκας από την Ιαπωνία που δεν μπόρεσε να συναντήσει στο τέταρτο ταξίδι του και με την οποία μέχρι τότε είχε έτσι και αλλιώς ελάχιστα συναντηθεί. Ο έρωτας που μέχρι τώρα παρουσιαζόταν από τον συγγραφέα αποκλειστικά μέσα από τη ματιά του πρωταγωνιστή, εκφράστηκε ξαφνικά και από το άλλο εμπλεκόμενο πρόσωπο. Η χρήση του δεύτερου ενικού αριθμού στο λόγο του γράμματος, δημιουργεί την αίσθηση ότι αυτό απευθύνεται τόσο στον ήρωα όσο και στον αναγνώστη. Από το τρίτο ενικό της αποστασιοποιημένης διήγησης, περνάμε σε ένα προσωπικό τόνο, που αρχικά μοιάζει να ακούγεται παράταιρος και αταίριαστος στον κόσμο που έχει μέχρι τότε δομηθεί και για αυτό προκαλεί και το πρώτο ουσιαστικό ξύπνημα, ή μάλλον δύο ξυπνήματα, σε διαφορετική βάση και ισχύ το καθένα.
Ο αναγνώστης πρώτα, αναγκάζεται να εγκαταλείψει για λίγο το βόλεμά του στο στακάτο περιγραφικό ύφος και στην εξ αποστάσεως ματιά, που είχε μέχρι τότε συνηθίσει, και να μπει εκ νέου στη διαδικασία να αφεθεί στην ανάγνωση μίας τελείως διαφορετικής γραφής. Βγαίνει για λίγο από την αδράνεια του μοναχικού διαβάσματος, καθώς έχει περισσότερο την αίσθηση ότι ακούει την φωνή της γυναίκας, ότι η φωνή αυτή προέρχεται από έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Από την άλλη ο ήρωας συνειδητοποιεί ότι “ξυπνά” από μία μοναχική ερωτική κατάσταση, έτσι όπως την είχε αποκλειστικά κατασκευάσει στο μυαλό και αναγκάζεται να εντάξει στον κόσμο του τις επιθυμίες του άλλου προσώπου, το οποίο είχε επενδύσει με την ερωτική του επιθυμία. Μοιάζει με τον υπνοβάτη που ξυπνά και συνειδητοποιεί ότι δεν είναι μόνος τους, αλλά μαζί με κάποιον άλλο στο δωμάτιο. Ξυπνά και παύει να βλέπει μόνο το ανεξωτερίκευτο μέσα του, αλλά βλέπει πλέον και τον άλλον. Ξαναμπαίνει δηλαδή σε έναν δυαδικό κόσμο που καταργεί την υπνοβασία. «Το να αγαπάς, είναι να προσπαθείς να εξηγήσεις, να ξετυλίξεις τους άγνωστους αυτούς κόσμους που παραμένουν τυλιγμένοι μέσα στο αγαπημένο πρόσωπο»[15] και ο Ερβέ Ζονκούρ δεν ζούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή σε ένα τέτοιο κόσμο αγάπης, αλλά υπνοβατούσε σε αυτόν. Απέκλειε τον άλλο σαν πραγματική υπόσταση και τον ενέτασσε αποκλειστικά στο δικό του κόσμο, ουσιαστικά αγνοώντας τον. Η ξαφνική συνειδητοποίηση ότι ο άλλος υπάρχει και έχει επιθυμίες, τον αναγκάζει να τον αναγνωρίσει και να “συνδιαλλαγεί” μαζί του, να του απευθύνει τον λόγο. Τον αναγκάζει εμμέσως να τον αποκαλέσει με το όνομά του, και να ξυπνήσει από την υπνοβατική μοναχικότητα.
Και για τους δύο, αναγνώστη και πρωταγωνιστή, το ξύπνημα είναι βίαιο. Η εμφάνιση του γράμματος, από μία γυναίκα που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ποτέ μιλήσει στον ήρωα και που η τελευταία επαφή τους έγινε υπό συνθήκες που απέκλειαν οποιαδήποτε μελλοντική συνάντηση, ήταν σε επίπεδο πλοκής, ανατρεπτική. Η υιοθέτηση του διαφορετικού ύφους, επεκτείνει την ανατροπή αυτή και σε αφηγηματικό επίπεδο. Βγάζει και τους δύο από το κλειστό μοναχικό υπνοβατικό τους σύστημα, όπως το έχουμε δει μέχρι τώρα και τους παρουσιάζει μία άλλη πραγματικότητα.
Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του από το τελευταίο ταξίδι, ο Ερβέ Ζονκούρ, θα ξεκινήσει την κατασκευή ενός μεγάλου πάρκου για τη βίλα του, κάτι που σκεφτόταν ήδη μετά την πρώτη του επίσκεψη στην Ιαπωνία αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν είχε αποφασίσει. Πρόκειται για ένα πάρκο στο οποίο ήθελε ο περίπατος να είναι ανάλαφρος και αθόρυβος, γιατί το φανταζόταν αόρατο όπως το τέλος του κόσμου.[16]
«Την άλλη μέρα είπε ότι θα έβαζαν να κατασκευάσουν, σ’ εκείνους τους μήνες του καλοκαιριού, το πάρκο της βίλας του. Προσέλαβε κατά δεκάδες άντρες και γυναίκες του χωριού. Ξεχέρσωσαν το λόφο και απάλυναν το περίγραμμά του, μαλακώνοντας την κλίση που οδηγούσε στην κοιλάδα. Με δέντρα και θάμνους σχεδίασαν πάνω στη γη ανάλαφρους και διάφανους λαβυρίνθους. Με λουλούδια κάθε είδους κατασκεύασαν κήπους που άνοιγαν σαν ξέφωτα εκεί που δεν το περίμενες, μέσα στην καρδιά μικρών δασών από μπέτουλες. Έφεραν νερό από το ποτάμι και το έβαλαν να κατεβαίνει από σιντριβάνι σε σιντριβάνι μέχρι τη δυτική άκρη του πάρκου, όπου έπεφτε σε μία μικρή λίμνη, πλαισιωμένη από λιβάδια.»
«Κάθε τόσο, τις μέρες που είχε αέρα, κατέβαινε μέχρι τη λίμνη και περνούσε ώρες κοιτάζοντας την, γιατί σχεδιασμένο πάνω στο νερό είχε την αίσθηση πως έβλεπε το ανεξήγητο και ανάλαφρο θέαμα που υπήρξε η ζωή του.»
6. Η συνέχεια – το τέλος
Όμως μήπως τελικά το πραγματικό “ξύπνημα”, ισοδυναμεί με την πλήρη και οριστική τοποθέτηση του ήρωα στην πραγματικότητα, και την αποκάλυψη όλων των κρυμμένων στοιχείων της πλοκής στον αναγνώστη; Παρά την ανατροπή που προκαλεί το γράμμα στη ροή της ιστορίας, ο συγγραφέας επιφυλάσσει μία ακόμα έκπληξη. Λίγο πριν την ολοκλήρωση της αφήγησης, ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει ότι ο πραγματικός συγγραφέας του γράμματος, δεν ήταν η γυναίκα από την Ιαπωνία όπως είχε πιστέψει, αλλά η γυναίκα του. Νοιώθουν άραγε οι υπνοβάτες ένα είδος τσιμπήματος όταν ανοίγουν τα μάτια τους στην αλήθεια του έξω κόσμου; Νοιώθουν ένα είδος φόβου, ένα είδος θλίψης ή μήπως ένα είδος λυτρωμού; Θέλουν να ξέρουν ποία είναι η πραγματικότητα που ζούσαν πριν ή μήπως ποία είναι η πραγματικότητα στην οποία μπαίνουν ύστερα;
[1] Από τον διαδυκτιακό τόπο www.antonas.blogspot.com
[2] M.de Certeau, «Το διάβασμα μία λαθροθηρία», μετ. Κική Καψαμπέλη, από τον συλλογικό τόμο Γραφή και Ανάγνωση, για τη χρήση της γλώσσας στις επιστήμες, Τοπικά γ, Εταιρία μελέτης των επιστημών του ανθρώπου, επιμ. Γεράσιμος Κουζέλης, Νήσος, Αθήνα, 2001, σ. 44.
[3] H. James, Η Τέχνη Της Μυθοπλασίας, μετ. Κώστας Παπαδόπουλος, Άγρα, Αθήνα, σ. 75.
[4] Όλες τα αποσπάσματα σε πλάγια γραφή είναι από το μυθιστόρημα Μετάξι του Α. Μπαρίκκο, σε μετάφραση Λένας Ταχμαζίδου, από τις εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 1996.
[5] W. Benjamin, Δοκίμια Φιλοσοφίας, μετ. Φώτης Τερζάκης, Νήσος, Αθήνα, 1999, σ. 105.
[6] S. Kierkegaard, Η Επανάληψη, μετ. Σοφία Σκοπετέα, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1977, σ. 3.
[7] Από τον διαδυκτιακό τόπο www.sleepreviewmag.com
[8] S. Kierkegaard, οπ. π, σ. 19.
[9] Δ. Καββαθάς, «Η διάτρητη επιφάνεια του υπερκειμένου, το σχιζο-κείμενο», στα πλαίσια του μαθήματος «Το υπερκείμενο: Αισθητική και Λογική – Τοπολογία και Παθολογία», του Παντείου Πανεπιστημίου, από τον διαδυκτιακό τόπο www.panteion.gr/~dionysos/aesthetics/npart.htm
[10] Michel de Certau, οπ.π., σ. 44.
[11] Ζ.Μ. Πονταλίς, Παράθυρα, μετ. Ε. Καραϊτιδη, Εστία, Αθήνα, 2007, σ. 27.
[12] Τ. Τοντόροφ, Ποιητική, μετ. Αγγέλα Κστρινάκη, Γνώση, Αθήνα, 1989, σ. 31.
[13] Ίσως κάθε ανάγνωση παρουσιάζει υπό ορισμένες προϋποθέσεις αναλογίες με τον υπνοβατικό χώρο.
[14] V. Flusser, Η γραφή, μετ. Γ. Ηλιόπουλος, επιμ. Δ. Καββαθάς, Ποταμός, Αθήνα, 2006, σ.18.
[15] Ζ. Ντελέζ, Ο Προύστ και τα σημεία, μετ. Κ. Χατζηδήμου, Ι. Ράλλη, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1976, σ. 20.
[16] Όταν ο Ερβέ Ζονκούρ ρώτησε για πρώτη φορά τον Μπαλνταμπιού που είναι η Ιαπωνία, αυτός του είπε ότι βρίσκεται στο τέλος του κόσμου. Ο συγγραφέας θα χρησιμοποιήσει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους αυτήν την έκφραση, καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος, για να δηλώσει τόσο την Ιαπωνία όσο και την πλήρη συναισθηματική συντριβή του ήρωα μετά το τελευταίο του ταξίδι.