Tuesday, October 30, 2007

Αναζητώντας χώρους της υπνοβασίας στο “Μετάξι” του Alessandro Baricco.

γραφή σε έξι κεφάλαια και τρεις παρεμβολές.

1. Το περιεχόμενο του μυθιστορήματος

Το μυθιστόρημα “Μετάξι” εκτυλίσσεται στα μέσα του δεκάτου εβδόμου αιώνα και αφορά σε μία χρονική περίοδο της ζωής του γάλλου εμπόρου μεταξοσκωλήκων, Ερβέ Ζονκούρ. Η ιστορία ξεκινά το 1861 με αφορμή μία κρίση πιπερίτιδας που πλήττει τα ευρωπαϊκά και αφρικανικά εκτροφεία, και υπαγορεύει το παράτολμο ταξίδι του πρωταγωνιστή στην απομονωμένη τότε Ιαπωνία. Σκοπός αυτού του ταξιδιού είναι η ανεύρεση υγιών και ανθεκτικών αυγών μεταξοσκώληκα, για την προμήθεια των επτά μεταξουργείων του Λαβιλλεντιέ, την πόλη που ζει ο ήρωας και η γυναίκα του Ελέν, και των οποίων είναι ο επί χρόνια μοναδικός προμηθευτής.

Η αφήγηση παρακολουθεί με τρόπο συνοπτικό αλλά ενδελεχή τόσο το πρώτο αυτό επαγγελματικό ταξίδι που ξεκινώντας από τα γαλλικά σύνορα κοντά στο Μέτς, καταλήγει μετά από διάστημα περίπου τριών μηνών στην ιαπωνική πόλη Σιρακάβα, όσο και τα επόμενα τρία που ακολουθούν, με χρονική διαφορά ενός έτους μεταξύ τους. Τα τέσσερα αυτά ταξίδια θα επηρεάσουν τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, σηματοδοτώντας το σταδιακό πέρασμα του, από την μέχρι τότε αμέτοχη στάση του απέναντι στη ζωή, σε μία ολοένα πιο ενεργητική και ενσυνείδητη θέση, σε ένα πιθανό “ξύπνημα”. Αφορμή για την αλλαγή αυτή θα σταθεί μία γυναίκα που θα γνωρίσει και θα ερωτευθεί στην Ιαπωνία. Το “Μετάξι” θα παρακολουθήσει διακριτικά αλλά λεπτομερώς την πορεία αυτού του έρωτα, καθώς και το σύνολο των αλλαγών που θα προκαλέσει στη ζωή του πρωταγωνιστή, δημιουργώντας την εντύπωση ότι οι αλλαγές αυτές αποτελούν επίκεντρο του ενδιαφέροντος πολύ περισσότερο από ότι η ίδια η ερωτική ιστορία.


2. Η υπόθεση εργασίας

Η προσπάθεια αναζήτησης χώρων της υπνοβασίας στο “Μετάξι”, θα βασιστεί στην παραδοχή ότι το διήγημα εμφανίζει έντονα στοιχεία ενός υπνοβατικού χωρικού συστήματος, μέσα στο οποίο κινείται ο πρωταγωνιστής και πάνω στο οποίο δομείται η αφήγηση. Αποτελεί ένα κλειστό και σαφώς ορισμένο πλαίσιο κίνησης σε δεδομένες συνθήκες χώρου που εισάγει, ακριβώς όπως και η υπνοβασία, μία χρονική διάρκεια στην οποία κανείς περιμένει την επόμενη στιγμή της, χωρίς καμία πιθανότητα διάρρηξης.[1] Η επαναληψημότητα στην πλοκή και την αφήγηση, ενισχύει μία τέτοια παραδοχή, ενώ οι χρονικές και αφηγηματικές τομές που ανατρέπουν αυτόν το εσωστρεφή και ανακυκλούμενο κόσμο διαρρηγνύοντας τον, λειτουργούν σαν μικρές διακοπές στην αδιατάρακτη ροή του και μπορούν να ερμηνευτούν σαν βίαια ή φυσικά “ξυπνήματα”, που σταματούν τον υπνοβατικό χρόνο.

Έχοντας λοιπόν ορίσει το πλαίσιο που στηρίζει έναν τέτοιο υπνοβατικό κόσμο, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε στιγμές αυτής της υπνοβασίας τόσο στον ήρωα, όσο όμως και στον αναγνώστη. Δεδομένου ότι η ιδιαιτερότητα της γραφής του “Μεταξιού” φαίνεται να είναι το σημαντικότερο εργαλείο του συγγραφέα για την εδραίωση του υπνοβατικού του συστήματος, ο αναγνώστης μοιάζει να μην μπορεί να μείνει αμέτοχος σε αυτόν τον κόσμο. Άλλωστε η ανάγνωση είναι αυτή που θα “κατασκευάσει” τον επινοημένο μυθιστορηματικό κόσμο, συνδυάζοντας τα αποσπάσματα του και «δημιουργώντας ά-γνοια, μέσα στον χώρο τον οποίο οργανώνει η ικανότητά τους, να επιτρέπουν άπειρη πολλαπλότητα σημείων».[2] Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να διερευνήσουμε αν η υπνοβατική κίνηση του πρωταγωνιστή, με όποια στοιχεία την χαρακτηρίζουν, καλεί τον αναγνώστη σε μία ανάλογη στάση με παρόμοια χαρακτηριστικά.


3. Τα τρία πρώτα ταξίδια

3.1 Ο ήρωας
Κεντρικό σημείο του κόσμου του “Μεταξιού” είναι αναμφισβήτητα ο ήρωάς του. Ο Ερβέ Ζονκούρ μοιάζει να επαληθεύει την ευρέως διαδεδομένη συγγραφική πεποίθηση ότι σε ένα έργο, σημασία δεν έχει η υπόθεση αλλά το πρόσωπο, και ότι όταν ένας συγγραφέας ανακαλύψει ή δημιουργήσει ένα πρόσωπο, είναι αυτό που θα τον οδηγήσει τελικά στην ιστορία.[3] Ο Ερβέ Ζονκούρ μοιάζει να είναι ακριβώς ένα τέτοιο πρόσωπο για τον συγγραφέα του. Άνθρωπος μοναχικός, ακοινώνητος, ήρεμος, αφήνει τη ζωή του να ορίζεται από τυχαία περιστατικά και αποφάσεις άλλων. Ακολουθεί μία έξωθεν ορισμένη και προδιαγεγραμμένη πορεία χωρίς να επιδιώκει να την αλλάξει ή πολύ περισσότερο να την ελέγξει, κρατώντας ταυτόχρονα τον εαυτό του σε μία απόσταση ασφαλείας από τα τεκταινόμενα, η οποία του επιτρέπει να πορεύεται χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Ζει άλλωστε στην επαρχιακή Γαλλία του 17ου αιώνα και η καθημερινή αδιατάραχτη επανάληψη της χωρίς εκπλήξεις καθημερινότητας της πόλης του, μοιάζει να συνάδει απόλυτα
προς την ιδιοσυγκρασία του.

«Ήταν, άλλωστε, από τους ανθρώπους που αγαπούν να παρευρίσκονται στη ζωή τους, θεωρώντας ανάρμοστη οποιαδήποτε φιλοδοξία να τη ζήσουν. Θα έχετε παρατηρήσει πως αυτοί οι άνθρωποι παρατηρούν τη μοίρα τους με τον τρόπο που, οι περισσότεροι, συνηθίζουν να παρατηρούν μία βροχερή μέρα» [4]

Και λίγο παρακάτω ο συγγραφέας συμπληρώνει.

«Άφηνε τη ζωή του να πέφτει σαν βροχή μπροστά στα μάτια του: ήρεμο θέαμα.».

Μέχρι και την ολοκλήρωση των τριών πρώτων ταξιδιών που περιγράφονται στο μυθιστόρημα, ο Ερβέ Ζονκούρ, παρουσιάζεται να μην έχει πάρει καμία απόφαση, ακόμα και για τα ποιο σημαντικά ζητήματα της ζωής του. Έγινε έμπορος μεταξοσκωλήκων, επειδή ο κυριότερος ιδιοκτήτης των μεταξουργείων της περιοχής, ο Μπαλνταμπιού, το θέλησε, την ίδια στιγμή που μέχρι τότε ετοιμαζόταν να ακολουθήσει στρατιωτική πορεία, επειδή το είχε αντίστοιχα θελήσει ο πατέρας του. Αλλά και τα ταξίδια του στην Ιαπωνία, δεν ήταν αποτέλεσμα δικής του απόφασης, αλλά των ιδιοκτητών των μεταξουργείων, που σε αυτών ανέθεταν ασυζητητί να τα εκτελέσει. Και τα τρία.

Επειδή έτσι είχε αποφασίσει ο Μπαλνταμπιού, ο Ερβέ Ζονκουρ αναχώρησε ξανά για την Ιαπωνία την πρώτη μέρα του Οκτώβρη.

Ο ήρωας υπακούει, δίνοντας κυρίως την εντύπωση ότι στερείται προσωπικών επιθυμιών. Τα γεγονότα, τα τοπία των ταξιδιών και οι άνθρωποι, περνούν μπροστά από τα μάτια του και απλώς καταγράφονται στην μνήμη του, χωρίς να προκαλούν καμία διακύμανση ή αναταραχή στον εσωτερικό του κόσμο. Και με τον τρόπο αυτό παρουσιάζει και ο ίδιος τον εαυτό του, στον ιάπωνα Χάρα Κεί, αρχηγό του χωριού στο οποίο ταξίδευε για να προμηθευτεί τα αυγά των μεταξοσκωλήκων.

«Στον πιο δυσπρόσιτο άνθρωπο της Ιαπωνίας (…) ο Ερβέ Ζονκούρ δοκίμασε να πει ποιος ήταν. Το έκανε στη γλώσσα του μιλώντας αργά.(…) Ενστικτωδώς παράτησε κάθε επιφυλακτικότητα, αναφέροντας χωρίς επινοήσεις και χωρίς να αποκρύψει τίποτα από όσα ήταν απλώς, αλήθεια. Παράθετε μικρές λεπτομέρειες και κρίσιμα γεγονότα με τον ίδιο τόνο στη φωνή του και με ανεπαίσθητες κινήσεις, προσπαθώντας να μιμηθεί την υπνωτιστική, μελαγχολική και ουδέτερη απαρίθμηση ενός καταλόγου αντικειμένων που γλίτωσαν από πυρκαγιά.»

Η στάση του όμως αυτή, δεν θα μπορούσε να διαβαστεί ως αδιαφορία ή απάθεια. Κατά κύριο λόγο αποκαλύπτει ένα είδους διχασμού στο εσωτερικό του ήρωα. Είναι σαν ένα κομμάτι του εαυτού του να καταφέρνει να παρακολουθεί - χωρίς να επεμβαίνει – ένα άλλο κομμάτι του, που φαίνεται να μην έχει συνείδηση της ζωής που ενσαρκώνει· ένα κομμάτι του που υπνοβατεί ανάμεσα στα γεγονότα και δείχνει να μην τα αντιλαμβάνεται και ταυτόχρονα να μην μπορεί να τους αντισταθεί. Ο κόσμος του ήρωας μοιάζει να σπάει στα δύο. Όλη η ιστορία του Ερβέ Ζονκούρ - υπνοβάτη, μοιάζει να καταγράφεται στην μνήμη του Ερβέ Ζονκούρ παρατηρητή.

«Το βράδυ πριν φύγουν ο Ερβέ Ζονκουρ έτυχε να ξυπνήσει, όσο ήταν ακόμα στο σκοτάδι· σηκώθηκε και πλησίασε στο κρεβάτι της Ελέν. Όταν εκείνη άνοιξε τα μάτια της, εκείνος άκουσε την ίδια του τη φωνή να λέει σιγανά:
- Θα σ’ αγαπώ για πάντα.»

Από την άλλη πλευρά, η αποστασιοποίηση αυτή, μοιάζει να εισάγει το κομμάτι εκείνο του ήρωα που παρακολουθεί την υπνοβασία, σε ένα κόσμο διαρκούς άυπνης παρατήρησης. Ακριβώς όπως αυτός που μένει άυπνος ενώ θέλει να κοιμηθεί, δεν μπορεί παρά να παρακολουθεί τις ίδιες του τις προσπάθειες να τον πάρει ο ύπνος, έτσι και ο Ερβέ Ζονκούρ - παρατηρητής θα παραμένει ξάγρυπνός για όσο διάστημα ο Ερβέ Ζονκούρ – υπνοβάτης, θα αρνείται να εγκαταλείψει τον μέσα του κόσμο. Τα “ξυπνήματα” που θα διακόψουν τον υπνοβατικό χρόνο, θα άρουν αυτόν τον διχασμό, ακριβώς επειδή θα άρουν την αποστασιοποίηση του ενός από τον άλλον.

3.2 Η γραφή
Ένας τέτοιος ήρωας, δεν θα μπορούσε παρά να υπαγορεύει μία γραφή ανάλογα αποστασιοποιημένη, και να επιβάλει για τον αναγνώστη ότι έχει επιλέξει και για τον ίδιο του τον εαυτό· να παρακολουθεί δηλαδή τη ζωή του σαν ήρεμο θέαμα που γλιστρά από πάνω του.
Ο συγγραφέας καταγράφει, σχεδόν καταλογογραφεί τα σημεία της πλοκής με μια ματιά που επιδιώκει να μην εκφράσει άποψη για τα τεκταινόμενα. Δείχνει μία ιδιαίτερη και εξαιρετικά επιμελή εμμονή σε πολλές μικρές λεπτομέρειες καθημερινών γεγονότων, που μοιάζουν να αντικαθιστούν την συνειδητή και σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη αναφορών σε συναισθήματα, σκέψεις ή επιθυμίες των εμπλεκομένων προσώπων. Το συναισθηματικό περιβάλλον στο οποίο κινούνται οι ήρωες μοιάζει να αποτελεί ένα δευτερεύον επίπεδο αφήγησης που επαφίεται στον άγνωστη για να ερμηνευτεί. Έτσι ενώ κανείς μπορεί με ακρίβεια να περιγράψει τις κινήσεις και τις πράξεις των προσώπων του έργου, δεν μπορεί παρά να υποθέτει ή να φανταστεί τα συναισθήματά τους. Και με έναν τρόπο μοιάζει να μην μπορεί παρά να προβάλλει στοιχεία του δικού του κόσμου πάνω τους, για να τα προσεγγίσει ή να τα κατανοήσει. Σε ένα δοκίμιο του για το ρόλο του αφηγητή ο W. Benjamin αναφέρει ότι «δεν υπάρχει τίποτα που να εμπιστεύεται πιο αποτελεσματικά στη μνήμη ιστορίες, από εκείνη την άδολη πυκνότητα η οποία αποκλείει την ψυχολογική ανάλυση. Και όσο πιο φυσικά κατορθώνει ο αφηγητής να απαλλάξει την εξιστόρησή του από ψυχολογικές αποχρώσεις, τόσο αυξάνει η αξίωση της τελευταίας για μια θέση στη μνήμη του ακροατή, τόσο τελειότερα ενσωματώνεται στη δική του εμπειρία. Αυτή η διαδικασία της αφομοίωσης, που διαδραματίζεται σε μεγάλο βαθμό, απαιτεί μία κατάσταση χαλάρωσης η οποία γίνεται όλο και πιο σπάνια.» [5] Η αυστηρή αφηγηματική γραφή του Μεταξιού που αποκλείει κάθε αναφορά σε συναισθηματικές ή ψυχολογικές καταστάσεις ευνοεί την ενσωμάτωση της εμπειρίας του ήρωα στην εμπειρία του αναγνώστη.


Παρεμβολή_1 Η επανάληψη

Ένα ακόμα στοιχείο του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζονται τα τρία πρώτα ταξίδια, και το οποίο ενισχύει την αίσθηση ότι ο πρωταγωνιστής κινείται σε έναν χώρο υπνοβατικό, είναι το μοτίβο της επανάληψης. Ο συγγραφέας επιλέγει σε ένα μυθιστόρημα σημαντικά μικρής έκτασης, να περιγράψει τη διαδικασία των ταξιδιών με ακριβώς τον ίδιο τρόπο κάθε φορά. Να παρεμβάλλει δηλαδή ανάμεσα στην αφήγηση, τέσσερις φορές, μία ολόιδια παράγραφο που περιγράφει το ταξίδι μέχρι την Ιαπωνία, ονομάζοντας τα σημεία της διαδρομής· μία ακολουθία λέξεων και προτάσεων που παραμένει απαράλλακτη.

Πέρασε τα σύνορα κοντά στο Μετς, διέσχισε τη Βυρτεμβέργη και Βαυαρία, μπήκε στην Αυστρία, έφτασε με το τρένο στη Βιέννη και στη Βουδαπέστη, για να συνεχίσει μετά μέχρι το Κίεβο. Διέτρεξε πάνω σε άλογο δύο χιλιάδες χιλιόμετρα ρώσικης στέπας, πέρασε τα Ουράλια, μπήκε στη Σιβηρία, ταξίδεψε επί σαράντα μέρες μέχρι να φτάσει στη λίμνη Βαϊκάλη, την οποία οι ντόπιοι ονομάζουν: η θάλασσα. Ξανακατέβηκε τον ποταμό Αμούρ, ακολουθώντας τα κινέζικα σύνορα μέχρι τον ωκεανό, και όταν έφτασε στον ωκεανό σταμάτησε στο λιμάνι του Σαμπίρκ για έντεκα μέρες, μέχρις ότου ένα πλοίο Ολλανδών λαθρεμπόρων τον πέρασε στο Ακρωτήρι Τεράγια στη δυτική ακτή της Ιαπωνίας, Με τα πόδια ακολουθώντας δευτερεύοντες δρόμους, διέσχισε τις επαρχίες Ισικάβα, Τογιάμα, Νιιγκάτα, μπήκε σε εκείνη της Φουκουσίμα, και έφτασε στην πόλη Σιρακάβa.

Τα ταξίδια επίσης, παρά τον αδιαφιλονίκητο πλούτο που κρύβουν και τις ποικίλες διαφορές που παρουσιάζουν κάθε φορά, περιγράφονται στο σύμφωνο πνεύμα ολόκληρου του μυθιστορήματος, σαν μία απλή καταλαγογράφηση. Το πέρασμα από τόπο σε τόπο είναι άνευ ιδιάζουσας σημασίας. Το βάρος πέφτει στην υπογράμμιση του γεγονότος ότι ο ήρωας γνωρίζει τη διαδρομή και την επαναλαμβάνει, έτσι όπως τη γνωρίζει και ο αναγνώστης, που μοιάζει να μην χρειάζεται πρόσθετη προσπάθεια για να την παρακολουθήσει ξανά.

Η επανάληψη στηρίζεται και για τον πρωταγωνιστή αλλά και για τον αναγνώστη, στην ανάμνηση. Ο πρωταγωνιστής έχει εκτελέσει ξανά το ταξίδι και το θυμάται. Ο αναγνώστης έχει διαβάσει ξανά την ίδια περιγραφή του ταξιδιού και τη θυμάται επίσης. “Επανάληψη και ανάμνηση είναι η ίδια κίνηση, μονάχα κατά τις αντίστροφες κατευθύνσεις· γιατί ό,τι θυμόμαστε, υπήρξε, επαναλαμβάνεται προς τα πίσω· ενώ, αντίθετα, την καθεαυτό επανάληψη την αναθυμόμαστε προς τα μπροστά”.[6] Όσο φυσιολογικό και σύνηθες έχει παρατηρηθεί ότι είναι για τους υπνοβάτες να ακολουθούν πολλές φορές την ίδια διαδρομή,[7] λες και αυτή καταγράφεται στην μνήμη τους για να επαναληφθεί, έτσι ανάλογα μοιάζει να κινείται ο πρωταγωνιστής σε γνωστά μονοπάτια αλλά πιθανά και να διαβάζει ο αναγνώστης. Γιατί πως νοιώθει άραγε ο αναγνώστης όταν συνειδητοποιεί ότι διαβάζει κάτι ήδη γνωστό, καταφέρνοντας προς στιγμή να παρακολουθήσει τον εαυτό του, να ξαναδιαβάσει κάτι που γνωρίζει ότι ξέρει; Και πως ανάλογα φαίνεται να νοιώθει ο ήρωας; Αν και σε κάθε ταξίδι το ψυχολογικό υπόβαθρο μεταβάλλεται, η επιλογή του συγγραφέα να μην αναφέρεται σε αυτή τη διαφορά, ενισχύει την πεποίθηση ότι ο υπνοβατικός Ερβέ Ζονκούρ κινείται στο κλειστό χωρικό του σύστημα, χωρίς να επιτρέπει στον Ερβέ Ζονκούρ παρατηρητή να γνωρίζει τα συναισθήματά του, παρά μόνο να στέκεται και να τον κοιτάζει.

Μοναδική και ελάχιστη εξαίρεση στην επανάληψη της περιγραφής των ταξιδιών, είναι ο χαρακτηρισμός που συνοδεύει κάθε φορά τη λίμνη Βαϊκάλη. Σε κάθε ένα από τα τέσσερα ταξίδια ο συγγραφέας καταγράφει και κάποια διαφορετική ονομασία που της αποδίδουν οι ντόπιοι, είτε αυτή είναι η θάλασσα, είτε το δαιμόνιο, είτε η αγία. Η μικρή αυτή διαφοροποίηση μοιάζει να υπογραμμίζει ότι παρά την ομοιότητα των περιγραφών, ο κόσμος της υπνοβασίας μπορεί κάθε φορά να εμπερικλείει μικρές αλλαγές, που στην ουσία διασφαλίζουν την ανανέωση του υπνοβατικού χρόνου, καθώς η επανάληψη γίνεται με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τον Kierkegaard και πάλι καινούργια.[8]


4. Το τέταρτο ταξίδι

Το τέταρτο ταξίδι στην Ιαπωνία θα είναι για τον Ερβέ Ζονκούρ αρκετά διαφορετικό από τα προηγούμενα και σε αρκετά σημεία λιγότερο υπνοβατικό, χωρίς να είναι απαραίτητα απαλλαγμένο από μία τέτοια διάθεση. Η ουσιαστική διαφορά έγκειται στο ότι είναι το πρώτο ταξίδι που υπαγορεύεται αυστηρά από μία εσωτερική προσωπική επιθυμία και από καμία απολύτως επαγγελματική ανάγκη ή έξωθεν επιβεβλημένη οδηγία. Η εγγραφή των προηγούμενων ταξιδιών στην μνήμη, μοιάζει σύμφωνα με τους Deleuze Guattari, να λειτουργεί ως επανεδαφικοποίηση, δηλαδή ως οριοθέτηση των ροών της επιθυμίας.[9] Και μάλιστα μίας επιθυμίας τόσο δυνατής που θα κάνει τον πρωταγωνιστή να επιχειρήσει ένα ακόμα χρονοβόρο, κοπιαστικό και επικίνδυνο ταξίδι σε πείσμα όλων των υπαρκτών αντικειμενικών δυσκολιών και των αντιρρήσεων που θα αντιμετωπίσει· γιατί κανείς από όσους μέχρι τότε αποφάσιζαν για τα ταξίδια του, δεν θα συμφωνήσει, και ακόμα περισσότερο δεν θα συναινέσει στην κάλυψη του οικονομικού κόστους.

«Ο Ερβέ Ζονκούρ κάθισε για λίγο με το βλέμμα στραμμένο προς το πάρκο που δεν υπήρχε. Ύστερα έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει.
-Θα πάω στην Ιαπωνία, Μπαλνταμπιού, είπε
-Θα αγοράσω τα αυγά, και αν είναι απαραίτητο θα το κάνω με δικά μου λεφτά. Εσύ πρέπει απλά να αποφασίσεις αν θα τα πουλήσω σε σας ή σε κάποιον άλλον.
»

Το τέταρτο ταξίδι του Ερβέ Ζονκούρ για την Ιαπωνία, ξεκινά στις 10 Οκτωβρίου του 1864. Και τα τρία προηγούμενα ταξίδια του ξεκινούν μέσα στον Οκτώβριο και ολοκληρώνονται στις αρχές Απριλίου. Παρόλο που και στα τρία αναφέρεται η ημερομηνία αναχώρησης, αυτό γίνεται κάπως δευτερευόντως σαν τυχαία και άσχετη με την πλοκή πληροφορία. Για πρώτη φορά στην ροή του μυθιστορήματος ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι ο συγγραφέας εντάσσει στην αφήγησή του μία τόσο συγκεκριμένη και ρεαλιστική πληροφορία, όχι σαν μία τυχαία αναφερθείσα λεπτομέρεια, αλλά σε άμεση συνάφεια με τα διαδραματιζόμενα γεγονότα. Η φράση που περιγράφει την αναχώρηση του ήρωα, ξεκινά με την υπογράμμιση του χρόνου. Σε ενίσχυση της εντύπωσης ότι ο πρωταγωνιστής σταματά να υπνοβατεί και αρχίζει να μεταφέρεται σταδιακά από τη θέση του αμέτοχου παρατηρητή, στην θέση του ενσυνείδητου υποκειμένου, η στιγμή ορίζεται ως τομή στον μέχρι τότε αδιατάρακτο χρόνο της αφήγησης, η αλλαγή σηματοδοτείται και σημειώνεται. Η γραφή γίνεται πιο συγκεκριμένη και εγκαταλείπει σταδιακά την μέχρι τότε ηθελημένη ασάφεια της, χαρακτηριστικό που άνηκε σαφώς στον χώρο και τον χρόνο της υπνοβασίας. Ολοένα και πιο συνειδητά η πορεία πρωταγωνιστή και αναγνώστη οδεύει προς ένα ολοκληρωτικό ξύπνημα.

Το τέταρτο και τελευταίο ταξίδι άλλωστε, θα είναι εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα τρία. Ο Ερβέ Ζονκούρ που θα βρει την Ιαπωνία σε εμπόλεμη κατάσταση, δεν θα συναντήσει ποτέ την γυναίκα για την οποία αποφάσισε να ταξιδέψει, δεν θα μπορέσει να βρει κανέναν από τους παλιούς του προμηθευτές αυγών και για πρώτη φορά θα επιστρέψει στην πατρίδα του χωρίς τους μεταξοσκώληκες που είχε υποσχεθεί.


β. Παρεμβολή_2 Η ανάγνωση

Στην μέχρι τώρα πορεία της εργασίας η αποφασιστική μας επικέντρωση στον ήρωα και στον τρόπο που δομείται ο υπνοβατικός κόσμος του μυθιστορήματος, έχει παρακάμψει κάπως, μία άλλη, λιγότερο αντικειμενική αλλά εξίσου σημαντική και απαραίτητη συνθήκη, τον αναγνώστη. Η αδυναμία να οδηγηθούμε σε γενικά και ευρέως αποδεκτά συμπεράσματα σε σχέση με την στάση του αναγνώστη, είναι ο πιο ουσιαστικός λόγος της παρατηρούμενης αμηχανίας. Παρόλα αυτά η αναφορά σε μία σειρά συμπερασμάτων που προκύπτουν σε ένα πλαίσιο προσωπικής παρατήρησης, κρίνεται σημαντικό να αναφερθούν - έστω και ως τμήμα μία ηθελημένης παρεμβολής - γιατί αν και υποκειμενικά, μπορούν να διευρύνουν κάτω από ένα ιδιάζον πρίσμα, τις γενικότερες παρατηρήσεις σε σχέση με τους υπνοβατικούς χώρους του μυθιστορήματος.

Η παραδοχή του συσχετισμού της ανάγνωσης με ένα είδους παθητικότητας, όπως αυτή έχει παρουσιαστεί και υποστηριχθεί από ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο, συνάδει απόλυτα προς την κυρίαρχη αίσθηση που αποκόμισα κατά την διάρκεια ανάγνωσης του “Μεταξιού”. Παρόλο που πρόσφατες αναλύσεις δείχνουν ότι κάθε ανάγνωση τροποποιεί το αντικείμενό της, ή ότι όπως έλεγε ο Μπόρχες «μία λογοτεχνία διαφέρει από μία άλλη όχι τόσο μέσω του κειμένου όσο μέσω του τρόπου με τον οποίο διαβάζεται»[10], διαβάζω ένα βιβλίο σημαίνει «αφήνομαι να παρασυρθώ από αυτό, συναινώ να παρασυρθώ από το άγνωστο με μία διπλή κίνηση αποξένωσης και οικειοποίησης».[11]

Η ανάγνωση είναι μία διαδρομή μέσα στο χώρο του κειμένου· διαδρομή που δεν περιορίζεται στην σύνδεση των γραμμάτων, αλλά που προϋποθέτει τον αναγνώστη για να αποσυνδέσει το απομακρυσμένο, και έτσι να συγκροτήσει το κείμενο σε χώρο και όχι σε γραμμικότητα.[12] Η απλότητα στον τρόπο γραφής του μυθιστορήματος, η καθαρότητα και ευκολία παρουσίασης των γεγονότων, μου επέβαλαν ένα εύκολο πέρασμα από λέξη σε λέξη ή παράγραφο σε παράγραφο, σχεδόν με την ίδια ευκολία με την οποία φαινομενικά μετακινείτε ο ήρωας και σχεδόν με έναν τρόπο υπνοβατικό. Η “κίνηση” μου ως αναγνώστης πραγματοποιείται σε ένα κλειστό σύστημα χώρου, το βιβλίο, και οποιαδήποτε διακοπή της ανάγνωσης ισοδυναμεί με διάρρηξη του υπνοβατικού χρόνου που εισάγει η διαδικασία.[13] Διαβάζοντας το βιβλίο χωρίς καμία διακοπή από την αρχή ως το τέλος, παρατήρησα τον εαυτό μου να “ξυπνά” βίαια σε κάποια σημεία της αφήγησης, μη έχοντας συνειδητοποιήσει εύκολα το πώς έφτασα διαβάζοντας, ως εκεί.

Συζητώντας με άλλους αναγνώστες του μυθιστορήματος, και πάνω που πίστευα ότι μία τέτοια πεποίθηση ήταν καθαρά προσωπική, διαπίστωσα ότι πολλά από τα “ξυπνήματα” που μου περιέγραφαν, ήταν κοινά μεταξύ τους αλλά κοινά και με αυτά του ήρωα. Χωρίς μία τέτοια παρατήρηση να αποτελεί επιστημονική τεκμηρίωση της έρευνα, δεν μπορούσε παρά να μου κινήσει το ενδιαφέρον. Η μοναχικότητα της κίνησης από σελίδα σε σελίδα φαινόταν να απορροφά τους αναγνώστες, που είχαν την αίσθηση ότι ακολουθούσαν την πλοκή σχεδόν χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Τα σημεία της επανάληψης στη γραφή ήταν και για αυτούς οι πρώτες στιγμές που μπόρεσαν να παρατηρήσουν την ίδια την ανάγνωσή τους, σχεδόν με εξωτερική ματιά. Παρόλο που η ανάγνωση μπορεί και να διακόπηκε στιγμιαία από εξωτερικά ερεθίσματα (δυνατοί ήχοι του περιβάλλοντος, εξωτερικοί παρατηρητές), οι ουσιαστικές “διακοπές” επιβλήθηκαν από το ίδιο το μυθιστόρημα, για όλους τους αναγνώστες που το διάβασαν συνεχόμενα. Δεδομένου ότι το γράφειν δεν αποτελεί μόνο μία χειρονομία μεταστοχασμού που στρέφεται προς τα μέσα, αλλά και μία εκφραστική στραμμένη προς τα έξω χειρονομία και ότι όποιος γράφει τυπώνει κάτι στον εσωτερικό του κόσμο και ταυτοχρόνως διατυπώνει κάτι προς τα έξω, προς τον άλλον απέναντί του,[14] όλα τα “ξυπνήματα” που ενσωμάτωσε ο συγγραφέας στην γραφή του, μοιάζει να βρήκαν ανταπόκριση.


5. Το γράμμα _ ξύπνημα

Η ουσιαστική διαφορά στην αφήγηση όμως, θα σημειωθεί με την ‘‘απαγγελία’’ του γράμματος. Μετά από μία ρυθμική, αδιάκοπη και υπνοβατική αφήγηση των γεγονότων, ακούγεται απότομα η φωνή μίας γυναίκας να εκφράζει σε λόγο άμεσο και τόνο προστακτικό, επιθυμίες και συναισθήματα, στοιχεία που είχαν ρητώς αποκλειστεί από το σύστημα του μυθιστορήματος, μέχρι εκείνο το σημείο. Το γράμμα φτάνει στον Ερβέ Ζονκούρ λίγο καιρό μετά την επιστροφή του από το τέταρτο ταξίδι του στην Ιαπωνία και ο συγγραφέας δεν θα αρκεστεί να περιγράψει το περιεχόμενό του, τακτική στην οποία είχε χωρίς παρεκκλίσεις συνηθίσει τον αναγνώστη, αλλά παραδόξως θα παγώσει τον χρόνο της αφήγησης και θα παρεμβάλει ανάμεσα στις μέχρι τότε συνοπτικές και σχεδόν επιγραμματικές περιγραφές του, αυτούσιο τον λόγο του γράμματος. Το γράμμα απευθύνεται σε πρόσωπο δεύτερο ενικό, κατευθείαν στον πρωταγωνιστή και μεταφέρει τη φωνή της γυναίκας από την Ιαπωνία που δεν μπόρεσε να συναντήσει στο τέταρτο ταξίδι του και με την οποία μέχρι τότε είχε έτσι και αλλιώς ελάχιστα συναντηθεί. Ο έρωτας που μέχρι τώρα παρουσιαζόταν από τον συγγραφέα αποκλειστικά μέσα από τη ματιά του πρωταγωνιστή, εκφράστηκε ξαφνικά και από το άλλο εμπλεκόμενο πρόσωπο. Η χρήση του δεύτερου ενικού αριθμού στο λόγο του γράμματος, δημιουργεί την αίσθηση ότι αυτό απευθύνεται τόσο στον ήρωα όσο και στον αναγνώστη. Από το τρίτο ενικό της αποστασιοποιημένης διήγησης, περνάμε σε ένα προσωπικό τόνο, που αρχικά μοιάζει να ακούγεται παράταιρος και αταίριαστος στον κόσμο που έχει μέχρι τότε δομηθεί και για αυτό προκαλεί και το πρώτο ουσιαστικό ξύπνημα, ή μάλλον δύο ξυπνήματα, σε διαφορετική βάση και ισχύ το καθένα.

Ο αναγνώστης πρώτα, αναγκάζεται να εγκαταλείψει για λίγο το βόλεμά του στο στακάτο περιγραφικό ύφος και στην εξ αποστάσεως ματιά, που είχε μέχρι τότε συνηθίσει, και να μπει εκ νέου στη διαδικασία να αφεθεί στην ανάγνωση μίας τελείως διαφορετικής γραφής. Βγαίνει για λίγο από την αδράνεια του μοναχικού διαβάσματος, καθώς έχει περισσότερο την αίσθηση ότι ακούει την φωνή της γυναίκας, ότι η φωνή αυτή προέρχεται από έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Από την άλλη ο ήρωας συνειδητοποιεί ότι “ξυπνά” από μία μοναχική ερωτική κατάσταση, έτσι όπως την είχε αποκλειστικά κατασκευάσει στο μυαλό και αναγκάζεται να εντάξει στον κόσμο του τις επιθυμίες του άλλου προσώπου, το οποίο είχε επενδύσει με την ερωτική του επιθυμία. Μοιάζει με τον υπνοβάτη που ξυπνά και συνειδητοποιεί ότι δεν είναι μόνος τους, αλλά μαζί με κάποιον άλλο στο δωμάτιο. Ξυπνά και παύει να βλέπει μόνο το ανεξωτερίκευτο μέσα του, αλλά βλέπει πλέον και τον άλλον. Ξαναμπαίνει δηλαδή σε έναν δυαδικό κόσμο που καταργεί την υπνοβασία. «Το να αγαπάς, είναι να προσπαθείς να εξηγήσεις, να ξετυλίξεις τους άγνωστους αυτούς κόσμους που παραμένουν τυλιγμένοι μέσα στο αγαπημένο πρόσωπο»[15] και ο Ερβέ Ζονκούρ δεν ζούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή σε ένα τέτοιο κόσμο αγάπης, αλλά υπνοβατούσε σε αυτόν. Απέκλειε τον άλλο σαν πραγματική υπόσταση και τον ενέτασσε αποκλειστικά στο δικό του κόσμο, ουσιαστικά αγνοώντας τον. Η ξαφνική συνειδητοποίηση ότι ο άλλος υπάρχει και έχει επιθυμίες, τον αναγκάζει να τον αναγνωρίσει και να “συνδιαλλαγεί” μαζί του, να του απευθύνει τον λόγο. Τον αναγκάζει εμμέσως να τον αποκαλέσει με το όνομά του, και να ξυπνήσει από την υπνοβατική μοναχικότητα.

Και για τους δύο, αναγνώστη και πρωταγωνιστή, το ξύπνημα είναι βίαιο. Η εμφάνιση του γράμματος, από μία γυναίκα που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ποτέ μιλήσει στον ήρωα και που η τελευταία επαφή τους έγινε υπό συνθήκες που απέκλειαν οποιαδήποτε μελλοντική συνάντηση, ήταν σε επίπεδο πλοκής, ανατρεπτική. Η υιοθέτηση του διαφορετικού ύφους, επεκτείνει την ανατροπή αυτή και σε αφηγηματικό επίπεδο. Βγάζει και τους δύο από το κλειστό μοναχικό υπνοβατικό τους σύστημα, όπως το έχουμε δει μέχρι τώρα και τους παρουσιάζει μία άλλη πραγματικότητα.


γ. Παρεμβολή_3 Ο χώρος

Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του από το τελευταίο ταξίδι, ο Ερβέ Ζονκούρ, θα ξεκινήσει την κατασκευή ενός μεγάλου πάρκου για τη βίλα του, κάτι που σκεφτόταν ήδη μετά την πρώτη του επίσκεψη στην Ιαπωνία αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν είχε αποφασίσει. Πρόκειται για ένα πάρκο στο οποίο ήθελε ο περίπατος να είναι ανάλαφρος και αθόρυβος, γιατί το φανταζόταν αόρατο όπως το τέλος του κόσμου.[16]

«Την άλλη μέρα είπε ότι θα έβαζαν να κατασκευάσουν, σ’ εκείνους τους μήνες του καλοκαιριού, το πάρκο της βίλας του. Προσέλαβε κατά δεκάδες άντρες και γυναίκες του χωριού. Ξεχέρσωσαν το λόφο και απάλυναν το περίγραμμά του, μαλακώνοντας την κλίση που οδηγούσε στην κοιλάδα. Με δέντρα και θάμνους σχεδίασαν πάνω στη γη ανάλαφρους και διάφανους λαβυρίνθους. Με λουλούδια κάθε είδους κατασκεύασαν κήπους που άνοιγαν σαν ξέφωτα εκεί που δεν το περίμενες, μέσα στην καρδιά μικρών δασών από μπέτουλες. Έφεραν νερό από το ποτάμι και το έβαλαν να κατεβαίνει από σιντριβάνι σε σιντριβάνι μέχρι τη δυτική άκρη του πάρκου, όπου έπεφτε σε μία μικρή λίμνη, πλαισιωμένη από λιβάδια.»

Η χωρική δομή της υπαίθριας κατασκευής του ήρωα, μοιάζει να συμπυκνώνει και να ενσαρκώνει την εσωτερική του ιδιοσυγκρασία. Δεν είναι αυτό που φαίνεται ή αυτό που είναι υπαρκτό, που έχει αξία, αλλά αυτό που αιωρείται ανάμεσα στο ορατό μένοντας πάντοτε αόρατο, που κινητοποιεί τα πράγματα. Στο υπαίθριο πάρκο του, οι διάδρομοι, οι πορείες και τα μονοπάτια, όλα ορίζονται δευτερευόντως ,από στοιχεία του κήπου όπως τα λουλούδια ή τα δέντρα, αλλά ποτέ εμφανώς. Παραμένουν πάντοτε κενά ή ακόμα αόρατα, χρησιμοποιώντας άλλα στοιχεία του ορατού κόσμου για να προσδιοριστούν. Είναι ο χώρος ανάμεσα σε δύο σειρές από θάμνους που ορίζει τον δρόμο, ακριβώς όπως τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του σώματος ορίζουν τον υπνοβάτη, αλλά κρατούν πάντοτε κρυμμένη την ουσία της υπνοβασίας. Η κίνηση στο εσωτερικό του πάρκου είναι αόρατη, όπως αόρατη είναι για τον υπνοβάτη η ίδια του η υπνοβατική μετακίνηση.

Στις συχνές επισκέψεις του στον κήπο ο πρωταγωνιστής στέκεται συνήθως πάνω από την λίμνη, η ύπαρξη της οποίας μοιάζει να είναι στην ουσία ο λόγος κατασκευής ολόκληρου του πάρκου. Εκεί αφιερώνει τον χρόνο του για να παρακολουθήσει κάτι που πάλι μοιάζει αόρατο, καθώς διαρκεί ελάχιστα και χάνεται αμέσως μόλις σχηματιστεί· το ρυτίδιασμα του νερού από τον αέρα. Ακόμα και αυτή η σχεδόν αόρατη δραστηριότητα, συνάδει απόλυτα προς τη γενικότερη φιλοσοφία με βάση την οποία κατασκευάστηκε το πάρκο.

«Κάθε τόσο, τις μέρες που είχε αέρα, κατέβαινε μέχρι τη λίμνη και περνούσε ώρες κοιτάζοντας την, γιατί σχεδιασμένο πάνω στο νερό είχε την αίσθηση πως έβλεπε το ανεξήγητο και ανάλαφρο θέαμα που υπήρξε η ζωή του.»


6. Η συνέχεια – το τέλος

Όμως μήπως τελικά το πραγματικό “ξύπνημα”, ισοδυναμεί με την πλήρη και οριστική τοποθέτηση του ήρωα στην πραγματικότητα, και την αποκάλυψη όλων των κρυμμένων στοιχείων της πλοκής στον αναγνώστη; Παρά την ανατροπή που προκαλεί το γράμμα στη ροή της ιστορίας, ο συγγραφέας επιφυλάσσει μία ακόμα έκπληξη. Λίγο πριν την ολοκλήρωση της αφήγησης, ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει ότι ο πραγματικός συγγραφέας του γράμματος, δεν ήταν η γυναίκα από την Ιαπωνία όπως είχε πιστέψει, αλλά η γυναίκα του. Νοιώθουν άραγε οι υπνοβάτες ένα είδος τσιμπήματος όταν ανοίγουν τα μάτια τους στην αλήθεια του έξω κόσμου; Νοιώθουν ένα είδος φόβου, ένα είδος θλίψης ή μήπως ένα είδος λυτρωμού; Θέλουν να ξέρουν ποία είναι η πραγματικότητα που ζούσαν πριν ή μήπως ποία είναι η πραγματικότητα στην οποία μπαίνουν ύστερα;

Αν θεωρήσουμε ότι η πλήρης αποκάλυψη της αλήθειας είναι το ουσιαστικό “ξύπνημα” για τον αναγνώστη, δεδομένου ότι με το στοιχείο αυτό ολοκληρώνεται ουσιαστικά η αφήγηση άρα και η ανάγνωση, μήπως για τον Ερβέ Ζονκούρ δεν είναι; Η αποκάλυψη ότι η γυναίκα από την Ιαπωνία εξακολουθεί να μένει αφανής, και να ορίζεται μέσα από τον ίδιο τον ήρωα, ανατρέπει τον δυαδικό ερωτικό κόσμο στον οποίο είχε ενταχθεί προσωρινά, όπως είδαμε προηγουμένως, και τον ανατοποθετεί στον πρότερο μοναχικό του κόσμο. Ίσως γι’ αυτό άλλωστε ο συγγραφέας αποφύγει έντεχνα καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος να αναφέρει τόσο το όνομα της γυναίκας από την Ανατολή, όσο και το όνομα του Ερβέ Ζονκούρ στην αρχή του ερωτικού γράμματος. Το γράμμα δεν αναφέρει ποτέ ονομαστικά το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και επί της ουσίας το όνομα του υπνοβάτη δεν προφέρεται ποτέ. Και ίσως αυτό ακριβώς είναι που τελικά διασφαλίζει την ανανέωση της υπνοβασίας του. Ο Ερβέ Ζονκούρ αφήνεται και πάλι να υπνοβατήσει, χάνει όμως την αθωότητα της αρχικής υπνοβασίας γιατί γνωρίζει πως το μυστικό του κόσμου του, έχει πλέον μαθευτεί. Ίσως όπως ακριβώς νοιώθει και ο υπνοβάτης όταν γνωρίζει πως τον έχουν ανακαλύψει. Γιατί η γυναίκα του ήρωα γνώριζε την αλήθεια για τον κρυφό ανεκπλήρωτο έρωτά του, και το μυστικό δεν ήταν πλέον αποκλειστικά δικό του.

Στον αόρατο λοιπόν κόσμο του μεταξιού, όπως αυτός ορίζεται από το συναισθηματικό κομμάτι του ήρωα και τη διαδικασία της ανάγνωσης, εντοπίσαμε χώρους της υπνοβασίας, που μέσω της γραφής απευθύνονταν άλλοτε στον αναγνώστη και άλλοτε στον πρωταγωνιστή. Με δεδομένο ότι ένα βιβλίο είναι εστί και αλλιώς κατ’ αρχήν χώρος, οι δευτερεύοντες υπνοβατικοί χώροι δεν θα μπορούσαν παρά να αρθρωθούν γύρω. Και η περιφερειακή αυτή άρθρωση δημιούργησε κόμβους κοινού χώρου για τον αναγνώστη και τον πρωταγωνιστή, σημεία που μπορούσαν και οι δύο να παρακολουθήσουν την ίδια τους την υπνοβασία, σημεία που αφήνονταν ολοκληρωτικά σε αυτή και φυσικά σημεία διάρρηξης αυτών των χώρων και των αντίστοιχων χρόνων. Τα ξυπνήματα, βίαια ή όχι, άλλοτε λειτουργούσαν με τρόπο ανάλογο και για τους δύο και άλλοτε οδηγούσαν το τέλος του κόσμου του καθενός, σε διαφορετικές τροχιές.



[1] Από τον διαδυκτιακό τόπο www.antonas.blogspot.com
[2]
M.de Certeau, «Το διάβασμα μία λαθροθηρία», μετ. Κική Καψαμπέλη, από τον συλλογικό τόμο Γραφή και Ανάγνωση, για τη χρήση της γλώσσας στις επιστήμες, Τοπικά γ, Εταιρία μελέτης των επιστημών του ανθρώπου, επιμ. Γεράσιμος Κουζέλης, Νήσος, Αθήνα, 2001, σ. 44.
[3]
H. James, Η Τέχνη Της Μυθοπλασίας, μετ. Κώστας Παπαδόπουλος, Άγρα, Αθήνα, σ. 75.
[4] Όλες τα αποσπάσματα σε πλάγια γραφή είναι από το μυθιστόρημα
Μετάξι του Α. Μπαρίκκο, σε μετάφραση Λένας Ταχμαζίδου, από τις εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 1996.
[5]
W. Benjamin, Δοκίμια Φιλοσοφίας, μετ. Φώτης Τερζάκης, Νήσος, Αθήνα, 1999, σ. 105.
[6]
S. Kierkegaard, Η Επανάληψη, μετ. Σοφία Σκοπετέα, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1977, σ. 3.
[7] Από τον διαδυκτιακό τόπο
www.sleepreviewmag.com
[8]
S. Kierkegaard, οπ. π, σ. 19.
[9] Δ. Καββαθάς, «Η διάτρητη επιφάνεια του υπερκειμένου, το σχιζο-κείμενο», στα πλαίσια του μαθήματος «Το υπερκείμενο: Αισθητική και Λογική – Τοπολογία και Παθολογία», του Παντείου Πανεπιστημίου, από τον διαδυκτιακό τόπο
www.panteion.gr/~dionysos/aesthetics/npart.htm
[10]
Michel de Certau, οπ.π., σ. 44.
[11] Ζ.Μ. Πονταλίς, Παράθυρα, μετ. Ε. Καραϊτιδη, Εστία, Αθήνα, 2007, σ. 27.
[12] Τ. Τοντόροφ, Ποιητική, μετ. Αγγέλα Κστρινάκη, Γνώση, Αθήνα, 1989, σ. 31.
[13] Ίσως κάθε ανάγνωση παρουσιάζει υπό ορισμένες προϋποθέσεις αναλογίες με τον υπνοβατικό χώρο.
[14]
V. Flusser, Η γραφή, μετ. Γ. Ηλιόπουλος, επιμ. Δ. Καββαθάς, Ποταμός, Αθήνα, 2006, σ.18.
[15] Ζ. Ντελέζ, Ο Προύστ και τα σημεία, μετ. Κ. Χατζηδήμου, Ι. Ράλλη, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1976, σ. 20.
[16] Όταν ο Ερβέ Ζονκούρ ρώτησε για πρώτη φορά τον Μπαλνταμπιού που είναι η Ιαπωνία, αυτός του είπε ότι βρίσκεται στο τέλος του κόσμου. Ο συγγραφέας θα χρησιμοποιήσει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους αυτήν την έκφραση, καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος, για να δηλώσει τόσο την Ιαπωνία όσο και την πλήρη συναισθηματική συντριβή του ήρωα μετά το τελευταίο του ταξίδι.

Βιβλιογραφία

Αλεσσάντρο Μπαρίκκο. Μετάξι. Μετ. Λένα Ταχμαζίδου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2006, (ά εκδ. 1996).

Benjamin Walter. Δοκίμια Φιλοσοφίας. Μετ. Φώτης Τερζάκης, Νήσος, Αθήνα, 1999.

Εταιρία μελέτης των επιστημών του ανθρώπου, Τοπικά γ. Γραφή και Ανάγνωση, για τη χρήση της γλώσσας στις επιστήμες. Επιμ. Γεράσιμος Κουζέλης, Νήσος, Αθήνα, 2001.

Ντελέζ Ζιλ. Ο Προύστ και τα σημεία. Μετ. Καίτη Χατζηδήμου - Ιουλιέτα Ράλλη, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1976.

Flusser Vilém. Η γραφή. Μετ. Γ. Ηλιόπουλος, επιμ. Δ. Καββαθάς, Ποταμός, Αθήνα, 2006.

James Henry. Η Τέχνη Της Μυθοπλασίας. Μετ. Κώστας Παπαδόπουλος, Άγρα, Αθήνα.

Καββαθάς Διονύσης, «Η διάτρητη επιφάνεια του υπερκειμένου, το σχιζο-κείμενο», στα πλαίσια του μαθήματος «Το υπερκείμενο: Αισθητική και Λογική – Τοπολογία και Παθολογία», του Παντείου Πανεπιστημίου», από τον διαδυκτιακό τόπο www.panteion.gr/~dionysos/aesthetics/npart.htm

Kierkegaard Sören. Η Επανάληψη. Μετ. Σοφία Σκοπετέα, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1977.

Πονταλίς Ζαν-Μπερτραν. Παράθυρα. Μετ. Ε. Καραϊτιδη, Εστία, Αθήνα, 2007.

Τοντόροφ Τσβετάν. Ποιητική. Μετ. Αγγέλα Κστρινάκη, Γνώση, Αθήνα, 1989.

Και οι διαδυκτιακοί τόποι www.sleepreviewmag.com - www.antonas.blogspot.com

η προεργασία

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν αποτελούν μέρος της προεργασίας για τον εντοπισμό συσχετισμών ανάμεσα στις έννοιες της αϋπνίας και της υπνοβασίας με το υπό μελέτη μυθιστόρημα. Στοιχεία αυτών ή και αυτούσια κομμάτια τους, εντάχθηκαν στην τελική μορφή του κειμένου που προηγήθηκε, για να τεκμηριώσουν την έρευνα.

Monday, October 22, 2007

η ανάγνωση

Διαβάζω ένα βίβλίο, σημαίνει: "αφήνομαι να παρασυρθώ από αυτό,
συναινώ να παρασυρθώ από το άγνωστο με
μία διπλή κίνηση απο-
ξένωσης και οικειοποίησης".
(Ζαν-Μπερτραν Πονταλις, Παράθυρα, Εστία, 2007)
Πώς παρασύρεται ο αναγνώστης και πως "ξυπνά" μαζί με τον ήρωα;


Wednesday, March 21, 2007




το γράμμα

Η ουσιαστική διαφορά στην αφήγηση όμως, θα σημειωθεί με την ‘‘απαγγελία’’ του γράμματος. Μετά από μία ρυθμική, αδιάκοπη και υπνοβατική αφήγηση των γεγονότων, ακούγεται απότομα η φωνή μίας γυναίκας να εκφράζει σε λόγο άμεσο και τόνο προστακτικό, ερωτικές επιθυμίες, συναισθήματα και πόθους. Το γράμμα φτάνει στον Ερβέ Ζονκούρ λίγο καιρό μετά την επιστροφή του από το τέταρτο ταξίδι του στην Ιαπωνία και ο συγγραφέας δεν θα αρκεστεί να περιγράψει το περιεχόμενό του, αλλά θα παγώσει τον χρόνο της αφήγησης και θα παρεμβάλει ανάμεσα στις μέχρι τότε συνοπτικές και σχεδόν επιγραμματικές περιγραφές – αναφορές του, αυτούσιο τον λόγο του γράμματος, σαφώς και διακριτά διαφορετικό από τον μέχρι εκείνη τη στιγμή λόγο της αφήγησης. Το γράμμα απευθύνεται σε πρόσωπο δεύτερο ενικό, κατευθείαν στον πρωταγωνιστή και μεταφέρει τη φωνή της γυναίκας από την Ιαπωνία που δεν μπόρεσε να συναντήσει, την παλλόμενη φωνή μίας ερωτευμένης γυναίκας που ταράζει την υπνοβασία του αναγνώστη, φτάνει στα αυτιά του και τον ξυπνά. Τον αναγκάζει να σταματήσει για λίγο την ανάγνωση, να σηκώσει τα μάτια του από τις σελίδες που έχει διατρέξει μέχρι τότε και σχεδόν να αναρωτηθεί «πώς έφτασα ως εδώ;»

Tuesday, March 20, 2007

το τέταρτο ταξίδι

Στο αυτοβιογραφικό έργο του, Ουόλντεν, ο Henry D. Thoreau, αναφέρει σε κάποιο σημείο: «Λένε πως μέσα στο λουτρό του κινέζου βασιλιά Τσίνγ-Τσάνγκ ήταν γραμμένη η φράση: ‘‘Να ξανανιώνεις τον εαυτό σου καθημερινά. Κάνε το ίδιο πάλι, και πάλι, και πάλι, στον αιώνα τον άπαντα.’’ Την καταλαβαίνω πολύ καλά τη σημασία της φράσης αυτής. Το πρωινό μας φέρνει πιο κοντά στις ηρωικές εποχές.(…) Το πρωί είναι η σπουδαιότερη ώρα της ημέρας. Αυτή την ώρα νυστάζουμε το λιγότερο. Για μία τουλάχιστον ώρα, βρίσκεται ξύπνιο και κάποιο μέρος του εαυτού μας, που μισοκοιμάται τις υπόλοιπες ώρες της μέρας και της νύχτας» Το κομμάτι μας αυτό που μισοκοιμάται και υπνοβατεί δίπλα μας ενώ εμείς το παρακολουθούμε, αναρωτιέμαι; Η υπόθεση εργασίας μου ίσως και να μην είναι μία ολότελα υποκειμενική εντύπωση που δεν μπορεί να τεκμηριωθεί, σκέφτομαι και συνεχίζω την ανάγνωση με ενδιαφέρον και προσμονή. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε σπουδαία πράγματα όταν το πρωί δεν μας ξυπνάει το πνεύμα μας, παρά η φωνή ή το σκούντημα κάποιου υπηρέτη. Όταν δεν μας ξυπνάει το σφρίγος ύστερα από την ξεκούραση της νύχτας και οι επιδιώξεις μας, συνοδευμένες από τις μελωδίες κάποιας απόκοσμης μουσικής, παρά το ξυπνητήρι που κουδουνίζει ή σειρήνες των εργοστασίων.» [1]

Το τέταρτο ταξίδι του στην Ιαπωνία μοιάζει να είναι για τον Ερβέ Ζονκούρ ένα τέτοια ακριβώς ξύπνημα, αυστηρά υπαγορευμένο από μία εσωτερική ακαταμάχητη επιθυμία και από καμία απολύτως επαγγελματική ανάγκη ή έξωθεν επιβεβλημένη οδηγία. Και είναι ένα ξύπνημα που θα επιχειρήσει σε πείσμα όλων των υπαρκτών αντικειμενικών δυσκολιών και των αντιρρήσεων που θα αντιμετωπίσει.
«Ο Ερβέ Ζονκούρ κάθισε για λίγο με το βλέμμα στραμμένο προς το πάρκο που δεν υπήρχε. Ύστερα έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει.

-Θα πάω στην Ιαπωνία, Μπαλνταμπιού. Είπε.
-Θα αγοράσω τα αυγά, και αν είναι απαραίτητο θα το κάνω με δικά μου λεφτά. Εσύ πρέπει απλά να αποφασίσεις αν θα τα πουλήσω σε σας ή σε κάποιον άλλον.
»[2]

Το τέταρτο ταξίδι Του Ερβέ Ζονκούρ για την Ιαπωνία ξεκινά στις 10 Οκτωβρίου του 1864. Για πρώτη φορά στην ροή του μυθιστορήματος ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι ο συγγραφέας εντάσσει στην αφήγησή του μία τόσο συγκεκριμένη και ρεαλιστική πληροφορία. Σε υπογράμμιση της εντύπωσης ότι ο πρωταγωνιστής σταματά να υπνοβατεί και αρχίζει να μεταφέρεται σταδιακά από τη θέση του αμέτοχου παρατηρητή, στην θέση του ενσυνείδητου υποκειμένου, η στιγμή ορίζεται ως τομή στον μέχρι τότε αδιατάρακτο χρόνο της αφήγησης, η αλλαγή σηματοδοτείται και σημειώνεται. Η γραφή γίνεται πιο συγκεκριμένη και εγκαταλείπει σταδιακά την μέχρι τότε ηθελημένη ασάφεια της, χαρακτηριστικό που άνηκε σαφώς στον χώρο και τον χρόνο της υπνοβασίας. Ολοένα και πιο συνειδητά η πορεία πρωταγωνιστή και αναγνώστη οδεύει προς ένα ολοκληρωτικό ξύπνημα.

Το τέταρτο και τελευταίο ταξίδι άλλωστε θα είναι εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα τρία. Ο Ερβέ Ζονκούρ που θα βρει την Ιαπωνία σε εμπόλεμη κατάσταση, δεν θα συναντήσει ποτέ την γυναίκα για την οποία αποφάσισε να ταξιδέψει, δεν θα μπορέσει να βρει κανέναν από τους παλιούς του προμηθευτές αυγών και για πρώτη φορά θα επιστρέψει στην πατρίδα του χωρίς τους μεταξοσκώληκες που είχε υποσχεθεί.



[1] Henry David Thoreau, Ουόλντεν, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1999, σ. 82
[2]
Α. Μπαρρίκο, ο.π., σ. 71.

Friday, March 9, 2007

ο πρωταγωνιστής

Στην εργοβιογραφία του Henry James, όπως αυτή παρουσιάζεται στην ελληνική έκδοση του έργου του «Η Τέχνη της Μυθοπλασίας», αναφέρεται ότι το 1875 ο συγγραφέας γνωρίζει στο Παρίσι τον Ivan Turguenief από τον οποίο και μαθαίνει, πως σε ένα έργο σημασία δεν έχει η υπόθεση αλλά το πρόσωπο, και πώς όταν ένας συγγραφέας ή ένας καλλιτέχνης γενικότερα ανακαλύψει ή δημιουργήσει ένα πρόσωπο, είναι αυτό που θα τον οδηγήσει τελικά στην ιστορία.[1] Ο Ερβέ Ζονκούρ μοιάζει να είναι ακριβώς ένα τέτοιο πρόσωπο για τον συγγραφέα του. Άνθρωπος μοναχικός, ακοινωνικός, ήρεμος, αφήνει τη ζωή του να ορίζεται από αποφάσεις και προσδοκίες ξένων προς αυτόν προσώπων χωρίς ποτέ να επιδιώκει να την αλλάξει ή να την ελέγξει. Ακολουθεί σιωπηλά και υπάκουα μία πορεία ήδη προδιαγεγραμμένη κρατώντας ταυτόχρονα τον εαυτό του σε μία απόσταση ασφαλείας από τα τεκταινόμενα, η οποία του επιτρέπει να πορεύεται χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, ίσως και χωρίς επιθυμίες. Σχεδόν χωρίς να πρόκειται για τη δική του ζωή. «Στον πιο δυσπρόσιτο άνθρωπο της Ιαπωνίας (…) ο Ερβέ Ζονκούρ δοκίμασε να πει ποιος ήταν. Το έκανε στη γλώσσα του μιλώντας αργά.(…) Ενστικτωδώς παράτησε κάθε επιφυλακτικότητα, αναφέροντας χωρίς επινοήσεις και χωρίς να αποκρύψει τίποτα από όσα ήταν απλώς, αλήθεια. Παράθετε μικρές λεπτομέρειες και κρίσιμα γεγονότα με τον ίδιο τόνο στη φωνή του και με ανεπαίσθητες κινήσεις, προσπαθώντας να μιμηθεί την υπνωτιστική, μελαγχολική και ουδέτερη απαρίθμηση ενός καταλόγου αντικειμένων που γλίτωσαν από πυρκαγιά.»[2] Είναι σαν ένα κομμάτι του να καταφέρνει να παρακολουθεί - χωρίς να επεμβαίνει – ένα άλλο κομμάτι του εαυτού του, που φαίνεται να μην έχει συνείδηση της ζωής που ενσαρκώνει, που υπνοβατεί ανάμεσα στα γεγονότα και δείχνει να μην τα αντιλαμβάνεται και ταυτόχρονα να μην μπορεί να τους αντισταθεί, που μοιάζει πως αν ξαφνικά ξυπνήσει δεν θα θυμάται απολύτως τίποτα. «Άφηνε τη ζωή του να πέφτει σαν βροχή μπροστά στα μάτια του: ήρεμο θέαμα»[3] Όλη η ιστορία του Ερβέ Ζονκούρ - υπνοβάτη, καταγράφεται στην μνήμη του Ερβέ Ζονκούρ παρατηρητή.

Από την άλλη πλευρά οι κινήσεις του ήρωα παρουσιάζονται στο μυθιστόρημα με τρόπο που μοιάζει να υιοθετεί ακριβώς αυτή τη διάθεση αποστασιοποίησης του πρωταγωνιστή του. Ο συγγραφέας παρακολουθεί και καταγράφει, σχεδόν καταλογογραφεί τα σημεία της πλοκής με μια ματιά εξωτερική - αντικειμενική, και με μία ιδιαίτερη και εξαιρετικά επιμελή εμμονή σε πολλαπλές μικρές καθημερινές λεπτομέρειες των γεγονότων, που μοιάζουν να αντικαθιστούν την συνειδητή και σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη αναφορών σε συναισθήματα, σκέψεις ή επιθυμίες των εμπλεκομένων προσώπων στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης. Το συναισθηματικό περιβάλλον στο οποίο κινούνται οι ήρωες μοιάζει να αποτελεί ένα δευτερεύον επίπεδο αφήγησης που επαφίεται στον άγνωστη για να ερμηνευτεί. Έτσι ενώ κανείς μπορεί με ακρίβεια να περιγράψει τις κινήσεις και τις πράξεις των προσώπων του έργου, δεν μπορεί παρά να υποθέτει ή να φαντάζεται τα αισθήματά τους. Και με έναν τρόπο μοιάζει να μην μπορεί παρά να προβάλλει στοιχεία του δικού του κόσμου πάνω τους για να τα προσεγγίσει ή να τα κατανοήσει. Ο W. Benjamin σε ένα δοκίμιο του για το ρόλο του αφηγητή αναφέρει ότι «δεν υπάρχει τίποτα που να εμπιστεύεται πιο αποτελεσματικά στη μνήμη ιστορίες, από εκείνη την άδολη πυκνότητα η οποία αποκλείει την ψυχολογική ανάλυση. Και όσο πιο φυσικά κατορθώνει ο αφηγητής να απαλλάξει την εξιστόρησή του από ψυχολογικές αποχρώσεις, τόσο αυξάνει η αξίωση της τελευταίας για μια θέση στη μνήμη του ακροατή, τόσο τελειότερα ενσωματώνεται στη δική του εμπειρία. Αυτή η διαδικασία της αφομοίωσης, που διαδραματίζεται σε μεγάλο βαθμό, απαιτεί μία κατάσταση χαλάρωσης η οποία γίνεται όλο και πιο σπάνια.» [4] Μήπως μία τέτοια κατάσταση συνιστά και για τον αναγνώστη μία συνθήκη υπνοβασίας;

[1] H. James, Η Τέχνη Της Μυθοπλασίας, μετ. Κώστας Παπαδόπουλος, Άγρα, Αθήνα, σ. 75.
[2]
Α. Μπαρρίκο, ο.π., σ. 53.
[3] Ο.π., σ. 35.
[4]
W. Benjamin, Δοκίμια Φιλοσοφίας, μετ. Φώτης Τερζάκης, Νήσος, Αθήνα, 1999, σ. 105.


Sunday, March 4, 2007


1861 WORLD HEMISPHERES HAND-COLORED MAP

το μυθιστόρημα

Το “Μετάξι” αφηγείται τη ζωή ενός γάλλου εμπόρου μεταξοσκωλήκων στα μέσα του δεκάτου εβδόμου αιώνα, του Ερβέ Ζονκούρ. Η ιστορία ξεκινά το 1861 με αφορμή την αιφνίδια αλλαγή μίας σειράς επαγγελματικών συνθηκών, που υπαγορεύουν το παράτολμο και μακρινό ταξίδι του στην Ιαπωνία με σκοπό την ανεύρεση υγιών και ανθεκτικών αυγών μεταξοσκώληκα.

Η αφήγηση παρακολουθεί με τρόπο συνοπτικό αλλά ενδελεχή τόσο το πρώτο ταξίδι από τα γαλλικά σύνορα κοντά στο Μέτς, ως την πόλη Σιρακάβα, όπως και τα επόμενα τρία που θα ακολουθήσουν με χρονική διαφορά ενός έτους το ένα από το άλλο. Τέσσερα ταξίδια που θα σηματοδοτήσουν το σταδιακό πέρασμα του Ερβέ Ζονκούρ από την μέχρι τότε αμέτοχη και υπνοβατική στάση του απέναντι στην ίδια του τη ζωή, σε μία ολοένα πιο ενεργητική και ενσυνείδητη θέση και πιθανά σε ένα είδους «ξύπνημα». Αφορμή θα σταθεί ο πόθος του για μία γυναίκα, που δεν θα εκπληρωθεί ποτέ.

Το «Μετάξι» περισσότερο από μία ερωτική ιστορία όμως, είναι αυτή ακριβώς η ιστορία του «ξυπνήματος», η τομή που πραγματοποιείται στη - χωρίς διακυμάνσεις και χωρίς ουσιαστική συμμετοχή - ροή της ζωής ενός ανθρώπου. Η απόφαση του να μεταβεί από το παρευρίσκεσθαι στο ζειν. Και ο τρόπος της γραφής του, υπογραμμίζει εντονότερα αυτή τη μετάβαση, συμπαρασύροντας τον υπνοβατικό αναγνώστη μαζί της.

Saturday, March 3, 2007

αορατο 3





αορατο 2

σύνορα κοντά στο Μετς,
Βυρτεμβέργη και Βαυαρία,
Αυστρία,
Βιέννη και τη Βουδαπέστη με το τρένο,
Κίεβο,
ρώσικη στέπα πάνω σε άλογο,
Ουράλια,
Σιβηρία,
λίμνη Βαϊκάλη,
ποταμός Αμούρ,
κινέζικα σύνορα
ωκεανός,
λιμάνι του Σαμπίρκ
ακρωτήρι Τεράγια στη δυτική ακτή της Ιαπωνίας,
επαρχίες Ισικάβα, Τογιάμα, Νιιγκάτα,
Φουκουσίμα,
πόλη Σιρακάβα.

Μπορεί κανείς να παρακολουθεί την ίδια του την υπνοβασία;

Το μυθιστόρημα "Μετάξι", αφορμή για τη διερεύνηση μίας τέτοιας υπόθεσης εργασίας.
Η υπνοβασία του πρωταγωνιστή, η υπνοβασία του αναγνώστη.
Η πιθανότητά τόσο ο ένας όσο και ο άλλος να την παρακολουθούν.

"Το βράδυ πριν φύγουν ο Ερβέ Ζονκούρ έτυχε να ξυπνήσει, όσο ήταν ακόμα στο σκοτάδι.
Σηκώθηκε και πλησίασε στο κρεβάτι της Ελέν. Όταν εκείνη άνοιξε τα μάτια της, εκείνος
άκουσε την ίδια του τη φωνή να λέει σιγανά:
- Θα σ’ αγαπώ για πάντα"

Sunday, November 26, 2006

αορατο 1

''Αγοράζοντας και πουλώντας μεταξοσκώληκες,

ο Ερβέ Ζονκούρ κέρδιζε κάθε χρόνο ένα ποσό

που αρκούσε να εξασφαλίσει στον ίδιο και τη

γυναίκα του έκεινες τις ανέσεις που στην επαρχία

έχουμε την τάση να τις θεωρούμε πολυτέλειες.

Απολάμβανε διακριτικά τα υπάρχοντά του και η

προοπτική - αληθοφανής - να γίνει πραγματικά

πλούσιος τον άφηνε τελείως αδιάφορο.

Ήταν, άλλωστε, από τους ανθρώπους που αγαπούν

να παρευρίσκονται στη ζωή τους, θεωρώντας

ανάρμοστη οποιαδήποτε φιλοδοξία να τη ζήσουν.''




Αλλεσάντρο Μπαρίκκο, Μετάξι, μετ. Λένα Ταχμαζίδου, Πατάκη,
Αθήνα 2005, (ά. 1996)